- αυτόχρωμος
- ος , ον1) см. αυτόχρους; 2) цветной;
αυτόχρωμος φωτογραφία — цветная фотография
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αυτόχρωμος φωτογραφία — цветная фотография
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αυτόχρωμος — η, ο 1. αυτός που έχει το φυσικό του χρώμα 2. αυτός που είναι χρωματισμένος από μόνος του … Dictionary of Greek